υψίσυχνος

υψίσυχνος
ος, ο[ν] обладающий высокой частотой;

υψίσυχνο ρεύματα — токи высокой частоты


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υψίσυχνος" в других словарях:

  • υψίσυχνος — η, ο, Ν 1. υψίπυκνος, αυτός που έχει υψηλή συχνότητα 2. φρ. «υψίσυχνο ρεύμα» (ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα τού οποίου η συχνότητα υπερβαίνει το 1 μεγαχέρτς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι + συχνός] …   Dictionary of Greek

  • υψίπυκνος — η, ο, Ν (για εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα) υψίσυχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυκνός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»